- λιμιταναίος
- λιμιταναῑος και λιμιτάνεος, ὁ (Μ)1. ακρίτας2. στον πληθ. οἱ λιμιταναῑοια) (στη Ρώμη) τα στρατεύματα που ήταν εντεταλμένα για τη φρούρηση τής οροθετικής γραμμήςβ) (στο Βυζάντιο) η φρουρά τών συνόρων τής αυτοκρατορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limitaneus «μεθόριος» < λατ. limes, -itis «όριο»].
Dictionary of Greek. 2013.